- κληρονόμους
- κληρόνομοςheirmasc acc plκληρονόμοςmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κληρονομική διαδοχή — Αλλαγή συνόλου σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ατόμου μετά τον θάνατό του. Το νέο πρόσωπο είναι ο κληρονόμος, το παλιό ο κληρονομούμενος και το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων η κληρονομιά. Ο κληρονόμος συνήθως είναι καθολικός… … Dictionary of Greek
ακληρονόμητος — η, ο (Μ ἀκληρονόμητος, ον) [κληρονομῶ] αυτός που δεν έχει κληρονόμους νεοελλ. αυτός που δεν κληρονομήθηκε, που δεν περιήλθε σε κληρονόμους … Dictionary of Greek
κληρονόμος — και κλερονόμος, ο, η, θηλ. και κληρονόμα (AM κληρονόμος, ό, Α δωρ. τ. κλαρονόμος, Μ και κλερονόμος) 1. το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που πήρε ή που δικαιούται να πάρει κληρονομιά (α. «είναι ο μοναδικός κληρονόμος τού θείου του» β. «κληρονόμους τών… … Dictionary of Greek
εξαίρετο — Ειδική περίπτωση κληροδοτήματος, που αναφέρεται σε πρόσωπο το οποίο είναι παράλληλα και κληρονόμος. Υπάρχει το ε. που προβλέπει ο νόμος για τον επιζώντα σύζυγο, όταν συντρέχει με κληρονόμους της β’, γ’ και δ’ τάξης, δηλαδή όταν δεν υπάρχουν… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ορλεάνη — (Orleans). Πόλη (102710 κάτ.) της βορειοκεντρικής Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Λουαρέ (6775 τ. χλμ.), Είναι χτισμένη κοντά στον ποταμό Λίγηρα (Λουάρ), στη συμβολή της διώρυγας της Ορλεάνης. Ήταν πιθανότατα το Cenabum ή Genabum (Γήναβον) των… … Dictionary of Greek
наслѣдиѥ — НАСЛѢДИ|Ѥ (137), ˫А с. 1. Наследство, имущество, переходящее после смерти владельца новому лицу: Аще съ св(о)ею мачехою. iли съ оц҃ѧ своего наложнiцею смѣсить(с). ѿверженъ есть наслѣдь˫а. КР 1284, 309а; аще оставѧть ѥмѹ родители наслѣдиѥ невѣсть… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Πέργαμος — Oνομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία ελληνική πόλη της Μυσίας της Μικράς Ασίας, κοντά στη σημερινή Μπεργκαμά, 80 χλμ. Β της Σμύρνης. Χτισμένη στην κορυφή ενός λόφου, αναπτύχθηκε γύρω από ένα φρούριο, από το οποίο πήρε και το όνομά της. Κατά την… … Dictionary of Greek
άκληρος — η, ο (Α ἄκληρος, ον) (νεοελλ. και άκλερος, η, ο) νεοελλ. 1. όποιος δεν έχει κληρονόμους, ο άτεκνος 2. όποιος δεν έλαβε μερίδιο από κληρονομιά, δεν κληρονόμησε τίποτε 3. ο δυστυχισμένος, ο κακόμοιρος1 αρχ. 1. εκείνος που δεν έχει κλήρο γης, ο… … Dictionary of Greek